πριων

πριων
    πρίων
    I
    -ονος ὅ (ῑ, тж. ῐ)
    1) пила
    

(πέλεκυς καὴ π. Plut.)

    πρίονος ἐκβρώματα Soph. — опилки

    2) зубчатый ряд
    

π. ὀδόντων Anth. — ряд зубов, оскал

    3) зубчатая горная цепь, сиерра Polyb.
    II
    -ονος ὅ пильщик
    

ὡς πρίων΄ (dual.) ὅ μὲν ἕλκει, ὅ δ΄ ἀντενέδωκε Arph. — словно два пильщика, (из которых) один тянет, а другой отпускает

    III
    ὅ [игра слов * πρίαμαι и πρίω I] ирон. душераздирающий крик (назойливых продавцов) Arph.
    IV
    -ουσα -ον part. praes. к πρίω См. πριω I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πριων" в других словарях:

  • πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • πρίων — πρί̱ων , πρίω pres part act masc nom sg πρίων 1 saw masc nom/voc sg πρίων 1 saw masc nom/voc sg πρίων 2 that rasping word masc nom sg πριόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πριόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριών — ῶνος, ὁ Α (κατά τον Φώτ.) «τὸ ἄρμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων (Ι), με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • πριόνεσσι — πρίων 1 saw masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριόνων — πρίων 1 saw masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονα — πρίων 1 saw masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονας — πρίων 1 saw masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονες — πρίων 1 saw masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονι — πρίων 1 saw masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονος — πρίων 1 saw masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίοσι — πρίων 1 saw masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»